Προχωρούσε με βλέμμα απλανές όλη την διαδρομή της παραλιακής. Στην ουσία δεν έβλεπε μπροστά του το πετρόχτιστο πεζοδρόμιο, αλλά την πορεία της ζωής του. Θυμόταν που κάποτε το συγκεκριμένο πλακόστρωτο δεν το προχωρούσε μόνος του. Άλλοτε ήταν με καλή παρέα, τους φίλους του. Άλλοτε με αυτήν…. Τώρα όμως, αυτή τη στιγμή της ζωής του ήταν μόνος του. Περνούσε διάφορα σημεία και πολύ μικρά πράγματα του έφερναν στο μυαλό θύμησες από το παρελθόν που φαινόταν τόσο μακρινό αυτή τη στιγμή. «κι όμως, δεν έχει περάσει και τόσος καιρός από τότε…» τα βήματά του τον έφεραν στην πλατεία που είχε θέα στη μαρίνα από κάτω του και πιο πέρα την απέραντη θάλασσα. Κάθισε στο ίδιο γνώριμο παγκάκι που καθόταν πάντα. Κάτω από το φοίνικα. Ένα απαλό αεράκι απομάκρυνε την υγρασία της θάλασσας και τον ανακούφιζε από την ζέστη του Ιούνη.
Άναψε τσιγάρο. Κάθε ρουφηξιά από αυτό το δηλητήριο τον γυρνούσε και σε μια διαφορετική στιγμή στο πίσω στο χρόνο. Αυτή η πλατεία έχει σφραγίσει στις αναμνήσεις του διαφορετικά συναισθήματα. Πότε ήταν εδώ και έκανε σχέδια για το μέλλον με τους φίλους του; Δεν μπορεί να το προσδιορίσει χρονικά. Του φαίνεται τόσο κοντινό όλο αυτό. «Κι όμως, έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε.» Τότε που καθόταν κι έπινε μπύρες που είχε προμηθευτεί από το πλησιέστερο περίπτερο, μαζί με χαρτάκια και φιλτράκια. Ήταν τότε που μόλις είχε ξεκινήσει τα στριφτά. Θυμάται ότι είχε στρίψει δύο τσιγάρα. Ένα γι αυτόν κι ένα για τον Παντελή. Ο Παντελής του έλεγε τα δικά του, αλλά το δικό του μυαλό έτρεχε αλλού. Παρόλα αυτά, πάντα του άρεσε να ακούει τα προβλήματα των άλλων, να ξεγελιέται και να ξεχνά τα δικά του, τα μεγάλα, τα ΑΛΥΤΑ. Το τσιγάρο του τελειώνει. Ασυναίσθητα, σχεδόν ενστικτωδώς ψάχνει να βρει το φεγγάρι. Όσο περπατούσε για την πλατεία το είχε πετύχει φευγαλέα και γνώριζε ότι είχε πανσέληνο απόψε. Τώρα όμως το φεγγάρι είχε χαθεί πίσω από τα σύννεφα…. Άναψε ακόμα ένα τσιγάρο. Ο κόσμος γύρω του δεν ταίριαζε με την ψυχολογική του κατάσταση. Ήταν όλοι τους χαρούμενοι, χαμογελαστοί. Τα μικρά παιδιά έπαιζαν και βγάζανε κραυγές χαράς κυνηγώντας το ένα το άλλο. Άλλη μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του, άλλο ένα ταξίδι στο παρελθόν. Γύρισε πίσω τότε που ήταν μαζί της. Όχι και πολύ πίσω, δυο ίσως τρεις μήνες πριν. Κάθονταν και πάλι στο ίδιο παγκάκι και κοιτάζανε τον ξάστερο ουρανό. Όπως ήταν έτσι αγκαλιασμένοι, ξαφνικά είδαν ένα αστέρι να πέφτει. Η ερώτησή της ήρθε σχεδόν αυθόρμητα: «πού πάνε τα αστέρια που πέφτουν στη γη;» η πρώτη απάντηση που του ήρθε στο μυαλό ήταν η κυνική που έλεγε πάντα στους φίλους του και τους ξενέρωνε, ότι στην πραγματικότητα αυτό που βλέπουν για αστέρι που πέφτει δεν ήταν τίποτα άλλο παρά αστρικά σκουπίδια που μπαίνανε στην ατμόσφαιρα της γης και άφηναν το τελευταίο τους σημάδι στον ουρανό προτού σβήσουν μέσα στη φλεγόμενη ουρά που αφήνουν πίσω τους. Η απάντησή του αυτή τη φορά ήταν πολύ πιο διαφορετική. «Τα αστέρια που πέφτουν στη γη δεν είναι πολύ τυχερά. Φωτίζουν για λίγο χρονικό διάστημα περιμένοντας κάποιον να τα βρει και να εκπληρώσει την ευχή που έχουν μέσα στην καρδιά τους καλά κρυμμένη. Δυστυχώς δεν είναι πολλοί οι άνθρωποι που τα έχουν συναντήσει στο διάβα τους λίγο πριν αργοσβήσουν…». «Και τα αστέρια που πέφτουν στη θάλασσα;». «Αυτά είναι πολύ πιο τυχερά. Με το που πέσουν μέσα στο νερό κρατάνε τη λάμψη τους για πολύ λίγο χρόνο δευτερόλεπτα ίσως! Αλλά είναι αρκετός χρόνος για να προσελκύσουν τα όστρακα που καραδοκούν για μια τέτοια ευκαιρία. Ανοίγουν το καλά θωρακισμένο κέλυφος τους και τα καταπίνουν. Δημιουργούν έτσι μια φωλιά για τα αστέρια κι εκπληρώνουν το σκοπό τους. Αυτά τα τυχερά όστρακα, όταν τα βρει ένας άνθρωπος θαμπώνεται από την ομορφιά του άστρου που κρύβουν μέσα τους. Και συνήθως τα κάνουν δώρο σε αυτούς που αγαπούν…»
Έψαξε στην τσέπη του παντελονιού του κι έβγαλε από μέσα το μικρό κουτάκι που φύλαγε μέσα του το ’’άστρο’’ του. Το μαργαριτάρι που κοσμούσε τον υπέροχο λαιμό της ήταν τώρα στα χέρια του. Πάντα του άρεσε η ψευδαίσθηση που έκανε το αόρατο λουρί που ήταν κρεμασμένο κι έκανε το μαργαριτάρι να αιωρείται ανάμεσα στην κόγχη που σχημάτιζε ο υπέροχος λαιμός της. «Φαίνεται δεν ήταν το δικό μας αστέρι τελικά» του είχε πει τόσο ψυχρά και του είχε παραδώσει το μικρό μπλε κουτάκι που κρατούσε το φυλαχτό του γι αυτήν…. Το έβγαλε μέσα από την προστατευτική του θήκη και ετοιμάστηκε να το πετάξει στη θάλασσα. Να μείνει ίσως και για πάντα στην αγκαλιά της και να μην το βρει ποτέ κανένας που δεν θα είναι άξιος να το κρατά. Τέντωσε το χέρι του κι έκανε κίνηση να το πετάξει. Μα το αόρατο λουρί έκανε και πάλι το θαύμα του. Δεν το είχε υπολογίσει και παρόλο που είχε βάλει όλη του τη δύναμη να το ρίξει μακριά αυτό μπλέχτηκε μέσα στα δάχτυλά του. Έμεινε να το κοιτάζει έτσι μπλεγμένο όπως ήταν μέσα στα δάχτυλά του. Δάκρυσε και μια σταγόνα έπεσε πάνω στην πολύτιμη μπίλια που κρατούσε ανάμεσα στη χούφτα του.
Το έβαλε μέσα στην μικρή μπλε θήκη του και ξεκίνησε και πάλι για το δρόμο του γυρισμού. Μια πιο δυνατή ριπή αέρα τον διαπέρασε και γέμισε τα πνευμόνια του οξυγόνο. Το φεγγάρι είχε και πάλι κάνει την εμφάνισή του. Κάτι καινούριο είχε πάρει μέσα του το αίσθημα της απελπισίας. Ήταν η ελπίδα. Παρόλα αυτά, δεν ξέχασε ότι αυτή τη γλυκιά νύχτα του Ιούνη, εξακολουθούσε να είναι και να αισθάνεται μόνος του. Μόνος και αλλούτερος στο όλο σκηνικό της χαρούμενης πλατείας που αποχαιρετούσε για ακόμα μια φορά. «Ίσως την επόμενη φορά που θα ξανάρθω να μην είμαι μόνος μου για μια ακόμα φορά» είπε και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του, μέσα στα φώτα της πόλης και των αμαξιών που φτιάχνανε περίεργα σχέδια σαν πυγολαμπίδες στον αέρα….
Μια έμπνευση της στιγμής… Οι photo είναι από τους: .ash , dreamdancer_rus , Johny Selzer